-
1 единица
1. (измерения) η μονάδ/α *в - ах σε - εςпринимать за - у λαμβάνω ως/σαν -6 εκατομμυρίων χλμ.)средняя - μέση -, μεσαία -2. (число) (о αριθμός) ένα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единица
-
2 продолжительность
η διάρκεια, ο χρόνος, η περίοδοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продолжительность
-
3 прекращение
η παύση, η κατάπαυση, το σταμάτημα- подачи (воды энергии) η διακοπή παροχής (του νερού, της ενέργειας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прекращение
-
4 объём
ο όγκος- котла водяной - του υδροθαλά-μου, разг. - του καζανιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > объём
-
5 порядок
1. (размещение, расположение по какому-л. признаку) η διάταξη, η τάξη, η σειρά 2. (последовательный ход чего-л.) η σειρά, η διαδικασία алфавитный - αλφαβητική - 3. (числовая характеристика кривой, уравнения и т.п.) η τάξη. - дифференциального уравнения - της διαφορικής εξίσωσης- числа (вчт.мат.) - του αριθμού4. (состояние налаженности, благоустройства, систематичности и т.п.) η τάξη, η διευθέτηση, η τακτοποίηση 5. (уста-новленная организация, систематичность) η διαδικασία, ο τρόπος, η τάξη 6. (система общественного устройства, строй) το καθεστώς 7. (способ, метод, правила, по которым совершается что-л.) о τρόπος, о κανονισμός, η μέθοδος, οι κανόνες 8. (свойство, качество, характер) η τάξη, η φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порядок
-
6 рабочий
рабочий Iм ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.рабоч||ий IIприл1. ἐργατικός:\рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:\рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·3. (производящий полезную работу):\рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·4. тех. (выполняющий работу):\рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη. -
7 час
часм в разн. знач. ἡ ῶρα:который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο. -
8 продолжение
-я ουδ.1. συνέχιση, εξακολούθηση•продолжение работы συνέχιση της εργασίας.
|| συνέχεια.• продолжение в следующем номере η συνέχεια στο επόμενο νούμερο (φύλλο)•продолжение следует ακολουθεί (έπεται) συνέχεια.
2. επέκταση, επιμήκυνση• προέκταση•деревянный забор -каменной стены ο ξύλινος περίβολος είναι προέκταση του πέτρινου τοίχου.
|| παράταση•-перемирия παράταση της ανακωχής•
продолжение отпуска παράταση της άδειας.
εκφρ.в продолжение чего – κατά τη διάρκεια, στη διάρκεια, διαρκούντος, διαρκούσης•в продолжение обеда – κατά το γεύμα•в продолжение бури – διαρκούσης της θύελλας. -
9 процесс
-а α.1. πορεία• εξέλιξη, προτσές•процесс творчества η πορεία της δημιουργίας•
процесс работы η πορεία της εργασίας•
процесс игры η εξέλιξη του παιγνιδιού•
производственный процесс το προτσές της παραγωγής.
(ιατρ.) προσβολή•воспалительный процесс η εξέλιξη της φλεγμονής•
процесс в лгких φυματίωση των πνευμόνων.
2. (νομ.) διαδικασία• εκδίκαση• δίκη•выиграть процесс κερδίζω τη δίκη•
гражданский процесс πολιτική δίκη, πολιτικό δικαστήριο•
уголовный процесс ποινικό δικαστήριο (δίκη)•
возбудить процесс ξεκινώ δικαστήριο•
вести процесс против кого-н. κάνω δικαστήριο κατά κάποιου.
-
10 начало
нача́л||ос1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:\начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:\началоа химии βάσεις τής χημείας·4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη. -
11 прекращение
прекращениес ἡ κατάπαυση [-ις], ἡ παύση [-ις], τό σταμάτημα / ἡ διακοπή (отношений и т. п.):\прекращение военных действий ἡ κατάπαυση τών (πολεμικών) ἐπιχειρήσεων \прекращение работы τό σταμάτημα τής ἐργασίας. -
12 распределение
распределениес ἡ κατανομή, ἡ διανομή, τό μοίρασμα, ὁ καταμερισμός:\распределение работы ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· \распределение светотени жив. ἡ φωτοσκίαση. -
13 отвечать
ρ.δ.1. βλ. ответить.2. είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη, ευθύνομαι•отвечать за качество работы ευθύνομαι για την ποιότητα της εργασίας•
отвечать за себя είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου (για τις πράξεις μου)•
дети за отца не -ют τα παιδιά δεν ευθύνονται για τον πατέρα.
3. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ•отвечать интересам народа ανταποκρίνομαι στα συμφέροντα του λαού•
отвечать современным требованиям ανταποκρίνομαι στις σύγχρονες απαιτήσεις•
отвечать вкусам είμαι σύμφωνος με τα γούστα.
-
14 подойти
-йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•-дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•
-шёл поезд πλησίασε το τρένο•
подойти опять ξαναπλησιάζω.
2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•
катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•
подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•
моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).
3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•
критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•
всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.
4. ταιριαζω, πηγαίνω•этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•
цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.
5. φουσκώνω•тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.
6. χωρώ•корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.
|| συμφέρω•такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.
|| εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.
εκφρ.подойти к концу – φτάνω στο τέλος. -
15 прекращение
-я ουδ.διακοπή, σταμάτημα, παύση, κατάπαυση• τερματισμός•прекращение военных действий σταμάτημα των εχθροπραξιών•
прекращение работы σταμάτημα της εργασίας.
-
16 эпизодический
επ.1. επεισοδιακός, κατά περιπτώσεις•-ая проверка работы έλεγχος της εργασίας κατά περιπτώσεις (μη συστηματικά).
|| τυχαίος•эпизодический случай τυχαία περίπτωση•
-ая встреча τυχαία συνάντηση.
2. (θεατρ.) κατά επεισόδια•-ое действующее лицо πρόσωπο πουδρα κατά επεισόδια.
-
17 уход
I. 1. (обслуживание, забота оказание помощи) η περιποίηση, η φροντίδα 2. (отклонение) η απόκλιση- частоты - της συχνότητας, η φυγή συχνότηταςII.(покидание, удаление, перемещение) η φυγή, η εγκατάλειψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уход
-
18 при
(πρόθεση).1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•
город при реке παραποτάμια πόλη•
жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•
при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•
сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•
при институте κοντά στο Ινστιτούτο•
ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•
поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.
2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•
при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.
3. (για χρόνο)• κατά•при отъезде κατά την αναχώρηση•
при входе κατά την είσοδο•
при обыске κατά την έρευνα.
|| σε • κατά•темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.
|| (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.
4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.
5. με, χάρη σε•при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•
при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.
6. μαζί, μετά•надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•
прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.
7. επί, τον καιρό•при царе επί τσάρου.
8. παρά, ενάντια•при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.
-
19 проблематика
-и θ.τα προβλήματα, το σύνολο των προβλημάτων•проблематика научной работы τα προβλήματα της επιστημονικής εργασίας.